Καληδονία

Καληδονία
Αρχαία ονομασία της Σκοτίας και ειδικά του τμήματος εκείνου που βρίσκεται στα Β του στενού λαιμού που σχηματίζει ο κόλπος Φορθ στα Α και ο κόλπος Κλάιντ στα Δ. Η περιοχή αυτή, εκτεταμένη και ορεινή, αντιστάθηκε σθεναρά στις επεκτατικές επιχειρήσεις των Ρωμαίων. διώρυγα της Κ. Διώρυγα στη βόρεια Σκοτία, που ενώνει τον Ατλαντικό (Λοχ Λίνχε) στα Δ με τη Βόρεια θάλασσα (Μόραϊ Φερθ) στα Α. Έχει μήκος 97 χλμ. και προχωρεί κατά μήκος του ρήγματος, γνωστού με την ονομασία Γκλεν Μόουρ, το οποίο διασχίζει τη βορειοκεντρική Σκοτία από τα ΒΑ προς τα ΝΔ. Η διάνοιξη της διώρυγας αυτής άρχισε το 1803 και παραδόθηκε στη ναυσιπλοΐα το 1847. Σήμερα δεν παρουσιάζει παρά μόνο τοπικό ενδιαφέρον. Καληδόνιοι. Λαός κελτικής καταγωγής που, σύμφωνα με τους Ρωμαίους ιστορικούς, χωριζόταν σε δύο φυλές, στους Πίκτους, οι οποίοι ονομάζονταν έτσι επειδή συνήθιζαν να στιγματίζουν ή να χρωματίζουν το σώμα τους, και στους Σκότσέζους, που έδωσαν αργότερα το όνομά τους σε ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Αγγλίας. Οι πρώτοι κατοικούσαν στα Α των Γραμπιανών ορέων, ενώ οι δεύτεροι στα Δ. Οι σχέσεις τους ήταν συνήθως εχθρικές. Το 83 μ.Χ. επιτέθηκε κατά της Κ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αγρικόλας, ο οποίος κατόρθωσε να κάμψει την αντίσταση του Γάλγαλου, που προσπάθησε να εμποδίσει το πέρασμα των Ρωμαίων από τα Γραμπιανά όρη. Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων οι Ρωμαίοι επεδίωξαν να εδραιώσουν την εξουσία τους στην περιοχή της Κ. και να καθυποτάξουν τους λαούς της, αλλά στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. οι Καληδόνιοι στράφηκαν εναντίον της ρωμαϊκής Βρετανίας και κατέφεραν συντριπτικό πλήγμα στις δυνάμεις του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, που επιχείρησε μάταια να τους αντιμετωπίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καληδόνια ορεογένεση — Η πρώτη από τις μεγάλες αναταραχές που επέδρασαν στον φλοιό της Γης κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα και προκάλεσαν την πτύχωση των πετρωμάτων και τη γένεση σημαντικών ορεινών αλυσίδων, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Το… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Μελανησία — (Melanesia). Μία από τις τρεις μεγάλες γεωγραφικές και ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις της Ωκεανίας, μαζί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Περιλαμβάνει τα εδάφη που εκτείνονται σε ακτίνα 5.600 χλμ. στο νοτιοδυτικό τεταρτημόριο του Ειρηνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • καληδόνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καληδονία 2. γεωλ. «καληδόνιες πτυχές» πτυχώσεις τού στερεού φλοιού τής γης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”